- Κορεάτης
- ο , Κορεάτισσα η коре|ец, -янка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κορεάτης — θηλ. Κορεάτισσα ο κάτοικος τής Κορέας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν … Dictionary of Greek
Ρι, Σίνκγμαν — (Χαεζού, Ουανγκχαέντο 1875 – Χονολουλού 1965). Κορεάτης πολιτικός. Το 1897 διορίστηκε μέλος του Ιδιαίτερου Συμβουλίου, αλλά τον ίδιο χρόνο έχασε τη θέση του και συνελήφθη, γιατί υποστήριξε μεταρρυθμίσεις που απέρριψε ο βασιλιάς. Στη φυλακή, όπου… … Dictionary of Greek